αντιστρεπτα

αντιστρεπτα
    ἀντίστρεπτα
    τά вращающиеся военные машины Diod.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αντιστρεπτα" в других словарях:

  • θερμοδυναμική — Κλάδος της φυσικής που μελετά από μακροσκοπική άποψη, χωρίς δηλαδή να ενδιαφέρει η δράση των εσωτερικών μηχανισμών, τα φαινόμενα που χαρακτηρίζονται βασικά από τις μετατροπές της θερμότητας σε έργο και αντίστροφα. Γενικότερα, η θ. ασχολείται με… …   Dictionary of Greek

  • κολλοειδή — Διαλύματα που χαρακτηρίζουν μία ορισμένη κατάσταση της ύλης, η οποία ορίζεται από την ύπαρξη σωματιδίων με μεγάλη επιφάνεια ανά μονάδα όγκου ή ανά μονάδα μάζας. Ο όρος αυτός αναφέρεται σε οποιαδήποτε ουσία, ανεξάρτητα από τη χημική σύσταση, τη… …   Dictionary of Greek

  • συμπίεση — Δράση που έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση του όγκου ενός σώματος, όπως π.χ. ενός όγκου αέριου, ενός στερεού, ενός υγρού, ή ενός πλάσματος, με κατάλληλες μηχανικές ή ηλεκτρομαγνητικές διατάξεις. Η δράση αυτή προκαλεί μια προσέγγιση των μορίων από τα… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρεγερτική δύναμη — Χαρακτηριστικό μέγεθος (E) μιας ηλεκτρικής πηγής που ορίζεται ως η διαφορά δυναμικού V στους πόλους Α και Β της πηγής, όταν αυτή δεν διαρρέεται από ηλεκτρικό ρεύμα (Ε = V, όταν I = 0). Μια ιδανική πηγή η.δ. διατηρεί σταθερή διαφορά δυναμικού… …   Dictionary of Greek

  • Καζιμίρ, Χέντρικ — (Hendrik Casimir, Χάγη 1909 – 2000). Ολλανδός φυσικός. Σπούδασε φυσική στο πανεπιστήμιο του Λέιντεν, από το οποίο έλαβε τον διδακτορικό τίτλο του το 1931. Αφού είχε ήδη θητεύσει δίπλα στον νομπελίστα Νιλς Μπορ, συνέχισε το διδακτορικό του ως… …   Dictionary of Greek

  • κρίσιμη θερμοκρασία — Όρος της φυσικής που σημαίνει τη θερμοκρασία εκείνη πέρα από την οποία ένα αέριο δεν μπορεί να υγροποιηθεί με συμπίεση (τα μόρια έρχονται πιο κοντά). Όταν ένα σώμα φτάσει σε αυτή τη θερμοκρασία, τότε συγχέονται οι φυσικές του ιδιότητες ως υγρού… …   Dictionary of Greek

  • κυτοχαλασίνη — Ομάδα αντιβιοτικών που απομονώνονται από τους μύκητες και παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία δράσεων. Τα αποτελέσματα της δράσης αυτών των ουσιών είναι αντιστρεπτά και εξαφανίζονται με την απομάκρυνσή τους. Η κ. Α παρεμποδίζει τη μεταφορά γλυκόζης και… …   Dictionary of Greek

  • λεκτίνες — Ομάδα πρωτεϊνών, μη ανοσολογικής προέλευσης, οι οποίες έχουν την ιδιότητα να δεσμεύουν αντιστρεπτά και με μεγάλη εξειδίκευση τους υδατάνθρακες, χωρίς να επιφέρουν καμία αλλαγή στη δομή τους. Οι λ. έχουν βρεθεί σχεδόν σε όλες τις φυλετικές ομάδες …   Dictionary of Greek

  • Σόρενσεν, Σόρεν Πέτερ Λάουριτς — (Sorensen). Δανός βιοχημικός και φυσικοχημικός (1868 1939). Αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης. Επινόησε μια από τις γενικές μεθόδους σύνθεσης των αμινοξέων και μια μέθοδο ποσοτικού προσδιορισμού του αμινικού αζώτου. Εισήγαγε την ένοια …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»